Nεύρα πολλά, έτσι ? Θυμάσαι εκείνο το παλιό τραγούδι αυτής της μοσχαροκεφαλής, του Πασχάλη του Τερζή, που έλεγε «είμαι άχαρτος πολύ και σε μετοχές δεν μπαίνω» ? -Ε, για σένα είχε γραφτεί. -Έλ’ Αλέκο ! Πόσες μονάδες ανόδου είπαμε ότι έχεις χάσει ? -Πόσες ? -Οχτακόσες ? Βρε, τον Αλέκο, τον καψερό. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Το χειρότερο είναι, ότι τώρα πιά σε κόβει κρύος ιδρώτας, μήπως τελικά το μετρητό σου, που με τόση σπουδή το φύλαγες – και κοκορευόσουν κιόλας, καημένε- καταντήσει τελικά χαρτοπόλεμος, σερπαντίνες-κομφετί. Ήθελα να ‘ξερα πώς κοιμάσαι τις νύχτες. –Με τις χούφτες τα κατεβάζεις τα βαρβιτουρικά, για να κλείσεις μάτι ?
Ο άλλος, πριν λίγο καιρό, κορδωνότανε κιόλας στο φόρουμ, ότι απέτρεψε όλους τους φίλους του από το ν’ αγοράσουν Εθνική. Εννιά ευρώ έκανε τότε η Εθνική. Για πες μας τώρα ρε αρχηγέ, σου ‘χει απομείνει πιά κάνας φίλος ή μήπως τα βράδια γυρίζεις τοίχο-τοίχο σπίτι σου, μη σε γραπώσουνε πουθενά και σε κάνουνε ασκί στο ξύλο ? Τους απέτρεψε, λέει. Μπράβο ρε σωτήρα, τους πρόκοψες όλους. Άμα έχει κανείς τέτοιους φίλους, τι να τους κάνει τους εχθρούς ?
Ένα παλιό χρηματιστηριακό ρητό λέει ότι «όποιος δεν έχει χαρτιά στην άνοδο, δεν έχει ούτε και στην άνοδο». Το πιάνεις, έτσι ? Κι όμως, τα είχαμε πει, εγκαίρως. Αρχές Νοέμβρη ήτανε, όταν απ’ αυτό εδώ το ιστορικό Blog προσδιόρισα επακριβώς τον πάτο της αγοράς στην περιοχή των 1500 μονάδων. Γραμμένα εδώ δίπλα είναι, έμπα δες τα. Ο ΓΔ τότε ήταν ακριβώς εδώ που είναι σήμερα. Ε, κάναμε με το κολλητάρι μου τον Μαέστρο κι εκείνην την ψευδοδιάσπαση των 1500, ίσα-ίσα για να πετάξουμε όξω κάτι πονηρούληδες, μαζώξαμε όλο το χαρτί και δώστου τα τούβλα τώρα. -Και να ‘μουν μόνο εγώ ? Τόσοι γκουρουδάνθρωποι στα λέγαμε, αλλά εσύ εκεί, περίμενες τον αριθμό του Θηρίου -όξαποδώ. Κάτσε τώρα στον άξονα των ζεντ, για να μάθεις.
Άκου, για να είμαστε ρεαλιστές : Δεν είσαι εσύ για μετοχές. Εάν ήσουν για μετοχές, θα είχες ήδη μετοχές, έστω και λίγες. Για δες τον Manta. Όλο αρκούδος το παίζει, αλλά δώστου και αγοραπουλάει και κονομάει. Ο μόνος. Επειδή δεν έχει παρωπίδες, σαν άλογο ιπποδρόμου. Οι μετοχές θένε άντερα. Τόσα άντερα, που να μπορείς μ’ αυτά να φτιάξεις άνετα ίσαμε πέντε σούβλες κοκορέτσι. Όσο έπεφτε το μήλο από το δέντρο, ήτανε καλά. Καθόσουν και το παρατηρούσες, να το έλκει η βαρύτητα προς το έδαφος και νόμιζες ότι έχεις ερμηνεύσει το φαινόμενο. Ούτε το ερμήνευσες, ούτε τίποτα. Απλώς το κοιτούσες να πέφτει, όπως όλοι μας. -Ποιος είσαι δηλαδή εσύ, ο Νεύτωνας ? Ο Πέφτωνας ήσουνα, όσο βάσταγε το πανηγύρι της πτώσης. Και δώστου τα γελάκια και τα χαμογελάκια και τα τραγουδάκια. -Τώρα, τί τραγούδι θα μας πείς ?
Έλα, εντάξει, σταμάτα να μυξοκλαίς τώρα. Και μη ρουφάς τη μύξα σου, είναι επιεικώς αηδιαστικό. Χέστες τις μετοχές, θα βρούμε κάτι άλλο για σένα. Κάτι πιο ασφαλές. Ούτως ή άλλως, το τραίνο των μετοχών έχει πλέον σφυρίξει όχι τρείς, αλλά δεκατρείς φορές. –Τι νόμιζες, ότι εσένα θα περίμενε ? Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα δούμε, το χάσαμε το τραίνο της γραμμής. –Τι θα έλεγες όμως για εμπορεύματα και μέταλλα ? Για σκέψου το λίγο. Βρε, έτσι και κάνει πως ανακάμπτει η οικονομία, ξέρεις που θα πάνε όλ’ αυτά ? Με το τηλεσκόπιο του Ευγενιδείου θα τα κοιτάς. Εμπορεύματα λοιπόν. Ας πούμε σιτηρά. Χωρίς σιτηρά δεν ζει ο άνθρωπος, σωστά ? Άρα, πάντα θα υπάρχει ζήτηση. Πρόσεξε λοιπόν τι θα κάνεις κι αυτή τη φορά γράφτα όπως στα λέω, μην τυχόν και γίνει πάλι λάθος.
Θα πάς σ’ ένα ΑΒ Βασιλόπουλος. Θα πάρεις καμμιά δεκαριά καρότσια να τα σέρνεις πίσω σου και θα φορτώσεις μέσα : -Δύο σακκιά κουκιά ξερά. – Τρία σακκιά φασόλια μαυρομάτικα. –Δέκα κιλά ρύζι Μπάρμπα Μπεν, για πιλάφι σπυρωτό. –Είκοσι οκάδες αλεύρι Λούλη, να χαρεί κι ο Πίγγης. Επίσης, θα πάρεις τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα, Καμπά. Ζήτα να σου δώσουνε και κάνα βυτίο γάλα πουλιού, έχει ο Βασιλόπουλος. –Τι πουλιού ? -Γλάρου, ξέρω γώ ? Ό,τι να ΄ναι, φαντάζομαι. Αρκεί να είναι πουλίσιο. Ας είναι και κοράκου άσπρου, ας είναι κι αφρικάνικου ομιλούντος και γράφοντος παπαγάλου. –Τι με νοιάζει, σάματις εγώ θα το πιώ ?
Όλο αυτό το εμπόρευμα, θα το κουβαλήσεις στο σπίτι σου, θα το κρύψεις σε μέρος δροσερό που ν’ αερίζεται, να μη σου σκουληκιάσει κιόλας και θα περιμένεις να πέσει πείνα μεγάλη. Που θα πέσει οπωσδήποτε, μόλις έρθει το πέμπτο κύμα του Πρήχτερ, που μας τα ‘πρηξε πιά. Νταούλια μας τα ΄κανε. Μόλις πέσει πείνα, τα ξαναλέμε. Δεν σε βλέπω όμως ενθουσιασμένο. –Συμβαίνει κάτι ? Κατάλαβα, δεν σου αρέσει η ιδέα των σιτηρών. Τέλος πάντων, άσε τα σιτηρά, πάμε στο πετρέλαιο. Τζάμπα είναι, αυτή τη στιγμή. -Ξέρεις που θα φτάσει ? Ούτε που διανοείσαι.
Πετρέλαιο λοιπόν. Άκου πώς θα γίνει η δουλειά. Τώρα που έρχεται καλοκαίρι και δεν δουλεύουνε τα καλοριφέρ, θα φέρεις ένα βυτίο και θα φορτώσεις ίσαμε δυό τόννους κρυφά, να μην το πάρουν χαμπάρι οι άλλοι ένοικοι. Το φθινόπωρο, που θα έχει φτάσει στο Θεό, θα χρεώσεις την πολυκατοικία με την τότε τιμή. -Σατανικό, έ ? Εάν τώρα θέλεις να κάνεις γερή μπάζα, τότε θα κανονίσεις να κάνεις την ίδια δουλειά σε πολυκατοικίες φίλων σου. Θα τους πεις «ρε παιδιά, μου περισσεύει λίγο πετρελαιάκι, κάνει να το παρκάρω στα καζάνια σας ?». Ναι, θα σου πούν αυτοί, φέρτο, δεν τρέχει τίποτα. Τον Οκτώβρη όμως, που θα θέλουν να γεμίσουν τα καζάνια τους, θα σου πούν να το πάρεις πίσω. Τότε, εσύ θα τους πεις ότι δεν χρειάζεται να το πάρεις πίσω, αλλά τους το πουλάς στην τότε τρέχουσα τιμή. Είναι αδύνατον να σου αρνηθούν. –Τι θα το κάνουν δηλαδή το πετρέλαιό σου, θα το πιούν ? Θα το αγοράσουν, θέλοντας και μη. Έτσι βγαίνουν τα λεφτά, μάγκα μου.
Και πάλι όμως δεν σε βλέπω ενθουσιασμένο. Μετοχές δεν θέλεις, σιτηρά δεν θέλεις, πετρέλαιο δεν θέλεις, τί σκατά θέλεις επιτέλους ? –Χρυσό θέλεις ? Εμ, πές το τόση ώρα, χριστιανέ μου, μ΄έχεις και μαλλιάζει η γλώσσα μου, ασκόπως. Χρυσό λοιπόν, όκεϋ. Δεν μιλάμε για συμβόλαια, έτσι ? Τα συμβόλαια άστα για την Αικατερίνη Πελέκη-Βουλγαράκη, δεν είναι για τη μούρη σου. Μιλάμε για χρυσό κανονικό, για λίρες. Άκου πώς γίνεται η δουλειά με τις λίρες :
Μην κάνεις κάνα αστείο και πας στην Ελλάδος, θα σου πάρουνε το σκαλπ, όπως του στρατηγού Κάστερ, οι αγριάνθρωποι οι Σιού και οι Τσεγιέν. Θα πας σε Σαράφη. Σαράφη έχει στα Τρίκαλα, τώρα και στο Παρίσι. Έχει και τον Σαράφη του ΠΑΟΚ (άλλη μοσχαροκεφαλή αυτός, τύφλα να ΄χει ο Τερζής), αλλά μην ασχολείσαι με δαύτον, είναι κολλημένος με τη μπάλλα. Θα πας λοιπόν στα Τρίκαλα στα δυό στενά και θα ζητήσεις από τον Σαράφη να σου δώσει λίρες. Στην αρχή, αυτός θα σου κάνει τον ανήξερο, αλλά πες του ότι πας εκ μέρους μου και θα σ’ εξυπηρετήσει. Έχε το νού σου, όμως. Θέλουν προσοχή οι λίρες, μην είναι κάλπικες. Πρόσεξε πώς έχει το πράγμα με τις λίρες :
Έχει παλιές, της Βικτώριας. Όχι της Χαλκίτη ρε, της Βασίλισσας και Αυτοκράτειρας των Ινδιών, λέμε. Αυτές, μέχρι το 1887 παριστάνουν την Βικτώρια με το μαλλί κότσο και δίχως στέμμα. Μετά το 1887 και μέχρι το 1893, πάλι η μούρη της Βικτώριας, αλλά τώρα με στέμμα. Είτε με κότσο είτε με στέμμα, πιο ασχημομούρα γυναίκα απ’ αυτήν, δεν έχει ματαδεί ο ντουνιάς. Φώκια σκέτη, η ρουφιάνα. Τέλος πάντων.
Υπάρχουν λίρες μισές, λίρες ολόκληρες, δίλιρα και πεντόλιρα. Τα ριάλια-ριάλια-ριάλια, τα πεντόλιρα , μονόλιρα τσε πούντα. Εμείς ψάχνουμε για μονόλιρα. Λίρες με τη μουτσούνα της Βικτώριας βγαίνανε μέχρι το 1901, δηλαδή 64 χρόνια. Τον απέθαντο είχε η λάμια. Όταν κάποια στιγμή τα τίναξε, βάλανε πάνω τον Εδουάρδο, άλλο ομορφόπαιδο αυτός. Αυτές οι λίρες κόπηκαν από 1902 μέχρι 1932.
Δώσε βάση τώρα : Έχε το νού σου μην τυχόν και σου πουλήσει ο Σαράφης λίρες του 1933 έως 1957. –Γιατί ? Ρωτάς και γιατί ? Γιατί πολύ απλά δεν βγαίνανε ρε τότε λίρες. Ξύπνα, επιτέλους. Από το 57 και μετά, με την Ελιζαμπέτα, είναι εύκολο να τις ξεχωρίσεις. Είναι όπως αυτές που σου χάρισε κάποτε η νονά σου. Κοίτα μην κάνεις κάνα κόλπο, να τις δαγκάσεις, όπως στα έργα, γιατί μετά σε βλέπω για μασέλα.
Α, ναι έχεις δίκιο, δεν σου είπα το βασικώτερο. Πόσες λίρες να πάρεις. Ε, πάρε πέντε-έξι να σου βρίσκονται. Να μη μειώνεις και τη ρευστότητά σου, αμαρτία είναι. Τόσον καιρό τη διατηρούσες, εγκρατή μου εσύ.