
Κόντευαν δύο χρόνια τώρα. Οι λίγες ώρες τη βδομάδα που βρίσκονταν ήταν φάρμακο. Βάλσαμο στην ψυχή του. Και στο σώμα του.
Δεν είχε ανοιχτεί ξανά σε άνθρωπο έτσι. Κι ούτε του ‘χε ματαλάχει να κρέμονται έτσι απ τα χείλια του. Χαμογελώντας με ενδιαφέρον. Ποτέ με συγκατάβαση. Κι όταν γελούσαν, κεφάλια έστριβαν για να δουν.
Ήταν κυρία. Ούτε και κατά λάθος δεν του δημιούργησε πρόβλημα. Πιο προσεκτική κι απ αυτόν στην παράνομη σχέση. Αυτή δεν είχε να φοβηθεί κάτι. Ενώ αυτός ……
Απόψε το αποφάσισε. Αφήνοντάς τη κοντά στο σπίτι της θα το ξεφούρνιζε. Θα συνέχιζαν μαζί. Δεν πήγαινε άλλο. Αυτός ήταν ο δρόμος τους. Ο δρόμος του χαμόγελου. Η άσφαλτος.
Δίστασε. Δεν τόπε. Την καληνύχτισε σκυθρωπός. Κάτι κατάλαβε γιατί το χέρι της στα μαλλιά του έκανε διαφορετικούς γύρους. Σα να του ‘λεγε : «όταν θα είσαι έτοιμος».
Σταμάτησε να ανάψει ένα τσιγάρο δυό στενά παρακάτω. Ήθελε να νιώθει δίπλα της. Και να σκεφτεί λίγο. "Γιατί δίστασε";
Το κλωθογύριζε πολλή ώρα. Σχεδόν γέμισε το τασάκι.
Μια μηχανή στα 50 μέτρα διαγώνια γουργούρισε. Τα φανάρια την φώτισαν ελάχιστα πριν χωθεί στο διπλανό κάθισμα και τον φιλήσει παθιασμένα.